προσάραξις

English (LSJ)

[ᾰρ], εως, ἡ, dashing against, Sch.rec.A.Pers.412 (pl.).

German (Pape)

[Seite 752] ἡ, das Daranschlagen, -stoßen, -werfen, Schol. Aesch. Pers. 412.

Greek (Liddell-Scott)

προσάραξις: -εως, ἡ, τὸ προσαράσσειν ἐναντίον τινός, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 412.