strengthened for ἔγκειμαι, Hsch.
[Seite 757] (s. κεῖμαι), dabei, darauf liegen, drücken, Hesych.
προσέγκειμαι: «προσεγκεῖσθαι· ἐγκεῖσθαι, ἐπικεῖσθαι» Ἡσύχ.
Α(επιτετ. τ. του έγκειμαι) (κατά τον Ησύχ.) «προσεγκεῖσθαιἐγκεῖσθαι, ἐπικεῖσθαι».