προσέγκειμαι

English (LSJ)

strengthened for ἔγκειμαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 757] (s. κεῖμαι), dabei, darauf liegen, drücken, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προσέγκειμαι: «προσεγκεῖσθαι· ἐγκεῖσθαι, ἐπικεῖσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(επιτετ. τ. του έγκειμαι) (κατά τον Ησύχ.) «προσεγκεῖσθαι
ἐγκεῖσθαι, ἐπικεῖσθαι».