προσήϊξαι

English (LSJ)

v. προσέοικα.

French (Bailly abrégé)

v. προσεΐκω ou προσεΐσκω.

Russian (Dvoretsky)

προσήϊξαι: 2 л. sing. pf. к * προσεΐσκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσήϊξαι indic. perf. med. 2 sing. van προσέοικα.