προσέοικα
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
pf. with pres. sense, Att. inf. προσεικέναι prob. in E.Ba.1283, Ar.Ec.1161: Dor. plpf.
A ποτῴκειν AP6.353 (Noss.), part. fem. ποτεοικεῖα prob. in Myia Ep.:—Pass. form of pf., προσήϊξαι E.Alc.1063:—to be like, resemble, λέοντι E.Ba. l.c., cf. Pl.Prt. 331d; γεράνῳ Cratin.5; π. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον in habits, Ar.l.c.; σοὶ τὴν σιμότητα Pl.Tht.143e; π. κατὰ τὸ χρῶμα ἱέρακι Arist.HA563b22; ἑορτὴν εἰς τὰ πολλὰ καθαρμῷ προσεοικυῖαν Plu.Num.19.
II seem fit, τὰ μὴ προσεικότα = things not fit and seemly, S.Ph.903; ἔξωρα… κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Id.El.618.
III seem to do, c. inf., D.20.157.
German (Pape)
[Seite 760] (s. ἔοικα), perf. mit Präsensbdtg vom ungebr. προσείκω, att. auch προσεῖκα, inf. προσεικέναι, Eur. Bacch. 1276 Ar. Eccl. 1161, – ähnlich sein, λέοντι, Eur. a. a. O.; προσέοικέ τι δικαιοσύνη ὁσιότητι, Plat. Prot. 331 d; εἰρήνῃ, Isocr. 4, 182, u. öfter; Dem. 20, 157 u. Folgde; so auch perf. pass. προσήϊξαι, Eur. Alc. 1063; – τὰ προσεικότα, das Geziemende, Soph. Phil. 891 El. 608.
French (Bailly abrégé)
v. προσείκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-έοικα perf., Dor. plqperf. 3 sing. ποτῴκει gelijken op, met dat.:; λέοντι... προσεικέναι op een leeuw lijken Eur. Ba. 1283; μηδὲ ταῖς κακαῖς ἑταίραις τὸν τρόπον προσεικέναι en in gedrag niet lijken op slechte courtisanes Aristoph. Eccl. 1161; ook med.. προσήιξαι δέμας uiterlijk lijk je (op haar) Eur. Alc. 1063. passend zijn, passen bij:. τὰ μὴ προσεικότα dingen die niet bij hem passen Soph. Ph. 903.
Russian (Dvoretsky)
προσέοικα: стяж. προσεῖκα атт. pf. к * προσείκω.
Greek (Liddell-Scott)
προσέοικα: πρκμ. μετὰ σημασίας ἐνεστ. (οὐδὲ ὑπάρχει ἐνεστώς, προσείκω, ἐν χρήσει), Ἀττ. ἀπαρ. προσεικέναι, Εὐρ. Βάκχ. 1284, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1161· Δωρ. ὑπερσ. ποτῴκειν, Νόσσις ἐν Ἀνθ. Π. 6. 353· ― πλὴν τούτου ἔχομεν παθητικὸν τύπον τοῦ πρκμ. προσήιξαι, (πρβλ. τὸ παρ’ Ὁμήρῳ ἤικτο), ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 1063. Εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, λέοντι Εὐρ. Βάκχ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Πλάτ. Πρωταγ. 331D· γεράνῳ Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 6· πρ. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον, κατὰ τὸν τρόπον, κατὰ τὰ ἤθη, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σοὶ τὴν σιμότητα Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε· ὡσαύτως, πρ. τινὶ κατά τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7, 2· εἴς τι Πλουτ. Νουμ. 19. ΙΙ. φαίνομαι κατάλληλος, προσήκων, ἁρμόδιος, τὰ μὴ προσεικότα, πράγματα ἀνάρμοστα, Σοφ. Φιλ. 903· οὕτως, ἔξωρα... κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 618. ΙΙΙ. φαίνομαι ὅτι πράττω τι, μετ’ ἀπαρ., Δημ. 505. 4.
Greek Monolingual
και αττ. τ. προσεῖκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α
(παρακμ. με σημ. ενεστ.)
1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ.
β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.)
2. φαίνομαι κατάλληλος, αρμόδιος («δρᾷ τὰ μὴ προσεικότα»
Σοφ.)
3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («τοιούτοις δὲ τισιν προσέοιχ' ὁ γράφων χρῆσθαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔοικα «μοιάζω»].
Greek Monotonic
προσέοικα: παρακ. με ενεστ. σημασία (ενεστ. προσείκω όχι σε χρήση), Αττ. απαρ. προσεικέναι· Δωρ. υπερσ. ποτῴκειν· εκτός από αυτό έχουμε βʹ ενικ. Παθ. παρακ. προσήϊξαι, σε Ευρ.
I. είμαι όμοιος, μοιάζω, με δοτ., στον ίδ. κ.λπ.
II. φαίνομαι κατάλληλος, αρμόδιος, τὰ μὴ προσεικότα, πράγματα αταίριαστα και ανάρμοστα, σε Σοφ.· ομοίως, οὐκ ἐμοὶ προσεικότα, στον ίδ.
III. φαίνομαι ότι κάνω κάτι, με απαρ., σε Δημ.
Middle Liddell
perf. with pres. sense [no pres. προσείκω is in use] Attic inf. προσεικέναι doric plup. ποτῴκειν 2nd sg. perf. pass. προσήιξαι
I. in Eur.:— to be like, resemble, c. dat., Eur., etc.
II. to seem fit, τὰ μὴ προσεικότα things not fit and seemly, Soph.; so, οὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph.
III. to seem to do, c. inf., Dem.