προσαιωρέομαι

English (LSJ)

Med., raise oneself, τῇ λόγχῃ by or on one's lance, D.S.33.7.

Greek (Liddell-Scott)

προσαιωρέομαι: μέσ., αἰωροῦμαι στηριζόμενος ἐπάνω εἴς τι, τῇ λόγχῃ προσαιωρησάμενος ἐπεθεώρει τὸ τοιοῦτον πλῆθος Διοδ. Ἐκλογ. 594. 50.

Russian (Dvoretsky)

προσαιωρέομαι: подниматься: προσαιωρήσασθαι τῇ λόγχῃ Diod. подняться, опершись на копье.