προσαπολούω

English (LSJ)

wash further, τὴν ἕδραν Sor.1.100.

Greek Monolingual

Α
πλένω κάτι επί πλέον, καθαρίζω κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπολούω «ξεπλένω, καθαρίζω»].