ξεπλένω

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source

Greek Monolingual

και ξεπλύνω
1. ξεβγάζω με νερό τα σαπουνισμένα ρούχα
2. πλένω κάτι πρόχειρα («ξέπλυνα τα ποτήρια»)
3. καθυβρίζω
4. αποκαθιστώ ηθικά («δε θα μέ λειώσει η μαύρη γη, αν δεν ξεπλύνω πρώτα αυτό μου το μελάνωμα», Βαλαωρ.)
5. μέσ. ξεπλένομαι και ξεπλύνομαι
α) χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω
β) καταστρέφομαι οικονομικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλύνω (αόρ. ἐξ-έπλυνα) βλ. λ. ξ(ε)-].