προσβατός

English (LSJ)

προσβατή, προσβατόν, accessible, ἱππεῦσι X.An.4.3.12: abs., ib.4.8.9; χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ where was no point accessible by death, Id.Ap.23.

German (Pape)

[Seite 753] zugänglich, erreichbar, τινί, Xen. An. 4, 3, 12. 8, 9 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accessible à, τινι.
Étymologie: προσβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσβατός -ή -όν, adj. verb. van προσβαίνω, toegankelijk.

Russian (Dvoretsky)

προσβᾰτός: доступный, достижимый (τινι Xen.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσβαίνω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ανέλθει, αναβατός.

Greek Monotonic

προσβᾰτός: -ή, -όν, προσιτός, τινι, σε Ξεν.· χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ, δεν είναι δυνατό να φτάσει ο θάνατος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσβᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, τινι Ξεν. Ἀν. 4. 3, 12 καὶ 8, 9· χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ, ὅπου δὲν ἠδύνατο νὰ φθάσῃ ὁ θάνατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 23.

Middle Liddell

προσ-βᾰτός, ή, όν προσβαίνω
accessible, τινι Xen.; χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ where was no point accessible by death, Xen.