доступный
From LSJ
ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery
Russian > Greek
ἐφικτός, προσβατός, ἐντευκτικός, εἰσβατός, ἐσβατός, ἐμβατός, ἔμβατος, ἔφοδος, προσιτός, γνώριμος, εὐπόριστος, εὐχερής, εὐθήρατος, ἀναβατός, ἀμβατός, ὁμιλητός, φιλοπροσήγορος, καταιβατός, ἐπιβατός, βάσιμος, ἰτός, ἐπιτευκτικός, εὔβατος, εὔπορος, πρόχειρος