προσεγκολάπτω

English (LSJ)

engrave in addition, OGI56.23 (Canopus, iii B.C., Pass.).

Greek Monolingual

Α
εγχαράσσω επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐγκολάπτω «χαράζω, σκαλίζω»].