εγχαράσσω

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek Monolingual

και εγχαράζω (AM ἐγχαράσσω)
χαράζω, κάνω εντομές πάνω σε μέταλλο ή άλλο σκληρό υλικό
νεοελλ.
κάνω να αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη μου
αρχ.
εντέμνω.