προσεδάφιση
Greek Monolingual
η, Ν προσεδαφίζω
κάθοδος πτητικής μηχανής ή διαστημικού οχήματος στο έδαφος της Γης ή άλλου ουράνιου σώματος.
η, Ν προσεδαφίζω
κάθοδος πτητικής μηχανής ή διαστημικού οχήματος στο έδαφος της Γης ή άλλου ουράνιου σώματος.