προσεμφέρω

English (LSJ)

to be like, Poll.9.131.

German (Pape)

[Seite 759] (s. φέρω), noch dazu hineintragen od. -bringen; pass. gleichkommen, ähnlich sein; Poll. 9, 131.

Greek (Liddell-Scott)

προσεμφέρω: εἶμαι ὅμοιος, προσομοιάζω, Πολυδ. Θϳ, 131.

Greek Monolingual

Α ἐμφέρω
είμαι παρόμοιος, μοιάζω.