προσεπιθεώμαι

Greek Monolingual

-άομαι, Α
παρατηρώ, θεωρώ επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπιθεῶμαι «επιθεωρώ, εξετάζω, κοιτάζω από πάνω»].