προσεῖκα

German (Pape)

[Seite 757] att. statt προσέοικα, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

v. *προσείκω.

Russian (Dvoretsky)

προσεῖκα: стяж. = προσέοικα.

Greek (Liddell-Scott)

προσεῖκα: Ἀττ. ἀντὶ προσέοικα, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. προσέοικα.

Greek Monotonic

προσεῖκα: Αττ. αντί προσέοικα.