προσηνεύομαι

English (LSJ)

gloss on σαίνω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 765] milde, freundlich sein, Hesych. v. σαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

προσηνεύομαι: ἀποθ., εἶμαι προσηνής, Ἡσύχ., ἐν λ. σαίνει.

Greek Monolingual

Α προσηνής
(κατά τον Ησύχ.) «σαίνω».