προσκαθεύδω

English (LSJ)

sleep by or near, τῇ κορυφῇ Jul.Ep.59.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαθεύδω: κοιμῶμαι πλησίον, ἐγγύς, τινι Ἰουλιαν. Ἐπιστολ. 58.

Greek Monolingual

Α
κοιμάμαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καθεύδω «κοιμάμαι»].