προσκατακυκάω

English (LSJ)

mix, beat up with, Hp.Morb.3.17.

German (Pape)

[Seite 768] noch dazu vermischen, verwirren, Hippocr., zw.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κατακυκάω opkloppen, klutsen.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατακῠκάω: κατακυκῶ, συγχέω προσέτι, Ἱππ. 497. 17.

Greek Monolingual

προσκατακυκάω, Α
1. αναμιγνύω κάτι επί πλέον
2. συγχέω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κατακυκῶ «αναμιγνύω, αναταράζω»].