αναταράζω
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
και αναταράσσω (Α ἀναταράσσω)
1. ταράζω, ανακατώνω
2. ταράζω ψυχικά, προξενώ έξαψη
αρχ.
(παθ. μτχ.) ανατεταραγμένος
1. αναταραγμένος, θολός
2. σε κατάσταση αταξίας, χωρίς τάξη.