προσκυνητέος

English (LSJ)

προσκυνητέα, προσκυνητέον, to be worshipped, worshipful, to be venerated, to be adored, worthy of veneration, venerable; Lat. adorandus, in fem.= adoranda, Glossaria See also προσκυνητός.

Greek (Liddell-Scott)

προσκῠνητέος: προσκυνητέα, προσκυνητέον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ προσκυνεῖν, καὶ προσκυνητέον, δεῖ προσκυνεῖν, Ἀθαν. τ. 2, σ. 229, Ὠριγ. κ. Κέλσ. σ. 245, Μαξίμ. Πλαν. Μετάφρ. Ὀβιδ. Μεταμορφ. 11. 392, Θεόδ. Στουδ. 80C, 506C, κτλ.