προσκυνητός

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκῠνητός Medium diacritics: προσκυνητός Low diacritics: προσκυνητός Capitals: ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: proskynētós Transliteration B: proskynētos Transliteration C: proskynitos Beta Code: proskunhto/s

English (LSJ)

προσκυνητή, προσκυνητόν, to be worshipped, worshipful, Cod.Just.1.5.20.1, al., POxy.158.6 (vi A.D.); prob. for προκ- in Rev.Phil.1930.249 (Egypt, Tab.Defix.).

German (Pape)

[Seite 771] fußfällig verehrt, angebetet; zu verehren, anzubeten, im adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκῠνητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ προσκυνήσῃ, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 255. 90.

Greek Monolingual

-ό / προσκυνητός, -όν, ΝΜΑ προσκυνῶ
νεοελλ.-μσν.
φιλοφρόνηση που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν στην αρχή ή και στο τέλος επιστολών ή και επίσημων αναφορών
μσν.-αρχ.
αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο προσκυνήματος.
επίρρ...
προσκυνητῶς Μ
με προσκύνηση, με απόδοση ευλαβούς λατρείας και τιμής.