προσομίλησις
Greek (Liddell-Scott)
προσομίλησις: -εως, ἡ, τὸ προσομιλεῖν, ὁμιλία πρός τινα, συναναστροφή, σχέσις, Κλήμ. Ἀλ. 220.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προσομιλῶ
συναναστροφή.
προσομίλησις: -εως, ἡ, τὸ προσομιλεῖν, ὁμιλία πρός τινα, συναναστροφή, σχέσις, Κλήμ. Ἀλ. 220.
-ήσεως, ἡ, Α προσομιλῶ
συναναστροφή.