προσορέω

English (LSJ)

(ὅρος) border on, οἱ προσοροῦντες τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκες Plb.10.41.4; τὰ προσοροῦντα [τῇ Χερσονήσῳ] τῆς Εὐρώπης Id.21.46.9.

German (Pape)

[Seite 775] angränzen, τινί, Pol., τοὺς προσοροῦντας τῇ Μακεδονίᾳ Θρᾷκας, 10, 41, 4. 22, 27, 9.

Greek (Liddell-Scott)

προσορέω: (ὅρος) συνορεύω, γειτνιάζω, μετὰ δοτικ., Πολύβ. 10. 41, 4., 22. 5, 14.

Russian (Dvoretsky)

προσορέω: быть сопредельным, граничить (τῇ Μακεδονίᾳ Polyb.).