быть сопредельным
From LSJ
μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
Russian > Greek
προσορέω, συνορέω, συντερμονέω, προσορίζω, προσουρίζω, συνορίζω
μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
προσορέω, συνορέω, συντερμονέω, προσορίζω, προσουρίζω, συνορίζω