v. προσπλέω.
[Seite 778] ion. statt προσπλέω, Her. 8, 6.
ion. c. προσπλέω.Étymologie: πρός, πλώω.
προσπλώω: ион. = προσπλέω.
προσπλώω: Ἰων. ἀντὶ προσπλέω.
Αιων. τ. βλ. προσπλέω.
προσπλώω: Ιων. αντί προσπλέω.