προσπλώω

English (LSJ)

v. προσπλέω.

German (Pape)

[Seite 778] ion. statt προσπλέω, Her. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

ion. c. προσπλέω.
Étymologie: πρός, πλώω.

Russian (Dvoretsky)

προσπλώω: ион. = προσπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

προσπλώω: Ἰων. ἀντὶ προσπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. προσπλέω.

Greek Monotonic

προσπλώω: Ιων. αντί προσπλέω.