προσπολέω
English (LSJ)
A attend, serve, τινι E.Tr.264; δόμοις Id.Alc.1024.
II Pass., to be escorted by a train of attendants, S.OC1098.
German (Pape)
[Seite 778] ein πρόσπολος sein, begleiten; Soph. O. C. 1100; προσπολεῖν τύμβῳ, Eur. Troad. 264.
French (Bailly abrégé)
προσπολῶ :
être préposé aux soins de, servir, τινι.
Étymologie: πρός, πολέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσπολέω [πρόσπολος] dienen, dienaar zijn van, met dat.; pass. begeleid worden door dienaren. τὰς κόρας... εἰσορῶ... προσπολουμένας ik zie de meisjes, begeleid door dienaressen Soph. OC 1098.
Russian (Dvoretsky)
προσπολέω: быть слугою, служить: π. τινι Eur. обслуживать (охранять) что-л.; προσπολούμενος Soph. идущий в сопровождении слуг.
Greek (Liddell-Scott)
προσπολέω: εἶμαι πρόσπολος, ὑπηρετῶ (ὡς θεράπων), τινι Εὐρ. Τρῳ. 264· δόμοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1024. ΙΙ. Παθ., συνοδεύομαι ὑπὸ πολλῶν ὑπηρετῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1098, πρβλ. 1103.
Greek Monotonic
προσπολέω: μέλ. -ήσω (πρόσπολος)·
I. υπηρετώ, φροντίζω, τινί, σε Ευρ.
II. Παθ., συνοδεύομαι από μεγάλη ακολουθία υπηρετών, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω πρόσπολος
I. to attend, serve, τινί Eur.
II. Pass. to be escorted by a train of attendants, Soph.