ακολουθία
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
Greek Monolingual
η (Α ἀκολουθία) ἀκόλουθος
1. η λογική σειρά, η συνεχής διαδοχή
«η ακολουθία τών σκέψεων»
«τάξις καὶ ἀκολουθία» (Χρύσιππος)
«κατ’ ακολουθίαν» — επομένως, σύμφωνα με την κανονική διαδοχή τών πραγμάτων (νεοελλ. και Ηρωδιαν.)
2. η συνοδεία τών υφισταμένων ή τών υπηρετών
«η ακολουθία του Προέδρου», (πρβλ. Σοφ. απόσπ. 818. Πλάτ. Αλκ. Ι 122 c)
3. εκκλησιαστική τελετή με αναγνώσματα και ψαλμούς σύμφωνα με το Τυπικό
4. Μαθ. έστω Ε ένα μη κενό σύνολο και Μ ένα υποσύνολο του συνόλου τών φυσικών αριθμών Ν. Κάθε μονοσήμαντη απεικόνιση α: Μ->Ε λέμε ότι είναι μια ακολουθία από στοιχεία του συνόλου Ε (ή και: μια ακολουθία στο Ε) και τήν συμβολίζουμε έτσι: αμ, μє Μ ή (αμ)Μ.