προστρέφω
English (LSJ)
A bring up in, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη A.Ag. 736 (lyr.).
2 feed up, Ruf.Fr.68 (Pass., prob. cj.).
II feed in addition to oneself, Teles p.40 H.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-τρέφω groot brengen.
German (Pape)
dazu, dabei ernähren, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη, Aesch. Ag. 718.
Russian (Dvoretsky)
προστρέφω: вскармливать, воспитывать, взращивать Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
προστρέφω: ἀνατρέφω ἐντός, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 735.
Greek Monolingual
Α τρέφω
(ιδίως το παθ.) προστρέφομαι
1. τρέφομαι επί πλέον
2. ανατρέφομαι («ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
προστρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω εντός — Παθ., αόρ. αʹ προσεθρέφθην, σε Αισχύλ.