πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(και -θρέφω) (AM ἀνατρέφω)
1. συντηρώ και διατρέφω παιδιά
2. διαπαιδαγωγώ
3. επιστατώ, επιβλέπω
αρχ.
1. ενεργ. διεγείρω το φρόνημα
2. (παθ., -ομαι) συνέρχομαι από αρρώστια.