προσυζεύγνυμι
English (LSJ)
yoke together beforehand:—Pass., ἑτέρῳ εἰς γάμον π. Eust.61.29.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προσυζεύγνῡμι: συζευγνύω πρότερον, Εὐστ. 61. 29.
Greek Monolingual
Μ συζεύγνυμι συζευγνύω, ενώνω στον ίδιο ζυγό προηγουμένως.