προσφωνητικός

English (LSJ)

προσφωνητική, προσφωνητικόν, = προσφωνηματικός, only in Adv. προσφωνητικῶς Eust.1410.27.

German (Pape)

[Seite 787] ή, όν, zurufend, bei der Anrede gebräuchlich, schicklich, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

προσφωνητικός: -ή, -όν, = προσφωνηματικός Ρήτορες (Walz) τ. 9, 284, Σχόλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1410. 27.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ προσφωνῶ
προσφωνηματικός.
επίρρ...
προσφωνητικῶς ΜΑ
με τρόπο κατάλληλο για προσφώνηση.