προσφύγιον

English (LSJ)

[ῠ], τό, refuge, Al.2 Ki.19.42(43).

German (Pape)

[Seite 787] τό, = Vorigem, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσφύγιον: τό, καταφύγιον, τόπος καταφυγῆς, Μαλ. 485, 6., 493, 23.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. προσφύγι.