προσφύγι

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source

Greek Monolingual

το / προσφύγιον ΝΜΑ πρόσφυξ, -υγος]
ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια και σωτηρία.