slit before or in front, Glossaria.
[Seite 789] vorher spalten, aufschneiden, Sp. vorher spalten, aufschneiden, Sp.
προσχίζω: σχίζω πρότερον ἢ ἔμπροσθεν, Γλωσσ.
Ασχίζω κάτι εκ τών προτέρων ή μπροστά από κάτι άλλο.