προσχίζω

English (LSJ)

slit before or in front, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 789] vorher spalten, aufschneiden, Sp. vorher spalten, aufschneiden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσχίζω: σχίζω πρότερον ἢ ἔμπροσθεν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

Α
σχίζω κάτι εκ τών προτέρων ή μπροστά από κάτι άλλο.