προσόψομαι

French (Bailly abrégé)

sert de f. à προσοράω.
Étymologie: πρός, ὄψομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσόψομαι: fut. к προσοράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσόψομαι indic. fut. med. van προσοράω.