προτροπάδαν

English (LSJ)

Doric for προτροπάδην.


English (Slater)

προτροπᾰδᾱν headlong ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ προτροπάδαν Πελίας ἵκετο σπεύδων (P. 4.94)

Russian (Dvoretsky)

προτροπάδᾱν: adv. дор. = προτροπάδην.