Πελίας
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Pélias, fils de Poséidon.
Étymologie:.
English (Slater)
Πελῐας son of Poseidon and Tyro, descendant of Aiolos, father of Akastos; king of Iolkos, killed by Jason. θέσφατον ἧν Πελίαν ἐξ ἀγαυῶν Αἰολιδᾶν θανέμεν χείρεσσιν (P. 4.71) “Πελίαν ἄθεμιν λευκαῖς πιθήσαντα φρασὶν” (P. 4.109) Πελίας ἵκετο σπεύδων (P. 4.94) καί ἦλθον Πελία μέγαρον (P. 4.134) ἀκᾷ δ' ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας (P. 4.156) Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (P. 4.250) Πελίαο παῖς Akastos (N. 4.60)
Russian (Dvoretsky)
Πελίᾱς: ου, эп.-ион. Πελίης, ᾱο ὁ Пелий (дядя Ясона, умерщвленный собственными дочерьми по наущению Медеи) Hom., Eur., Plat.