προφατεύω

English (LSJ)

προφάτας, Dor. for προφητεύω.

Greek (Liddell-Scott)

προφᾱτεύω: προφάτης, Δωρ. ἀντὶ προφητ-.

English (Slater)

προφᾱτεύω act as a prophet μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ' ἐγώ (cf. Πα. 6. 6) fr. 150.

Greek Monolingual

Α
βλ. προφητεύω.