[ῠ], ατος, τό, outpost, Hsch. s.v. φρούριον.
[Seite 798] τό, bei Hesych. Erkl. von φρούριον.
προφύλαγμα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ. ἐν λ. φρούριον.
-άγματος, το, Μ προφυλάσσωπροφυλακή, φρούριο.