προφύλαγμα

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, outpost, Hsch. s.v. φρούριον.

German (Pape)

[Seite 798] τό, bei Hesych. Erkl. von φρούριον.

Greek (Liddell-Scott)

προφύλαγμα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ. ἐν λ. φρούριον.

Greek Monolingual

-άγματος, το, Μ προφυλάσσω
προφυλακή, φρούριο.