outpost
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English > Greek (Woodhouse)
substantive
vedette: P. πρόσκοπος, ὁ (Xen.).
men on outpost duty: P. προφύλακες. οἱ.
military station: P. περιπόλιον, τό, φυλακτήριον, τό, P. and V. φρουρά, ἡ, φρούριον, τό.