τό, hand-bag or hand-box, hold-all, PTeb.413.10 (ii/iii A.D.): pl., POxy. 741.14 (ii A.D.).
τὸ, Αμικρό σακκίδιο ή κουτάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + κατάλ. -ιον].