προχειρότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A readiness, ἡ ἐπὶ τοσοῦτον π. τινῶν Corn.ND 35, cf. Arr.Epict.3.21.18: pl., -τητες συκοφαντικαί Phld.Rh.1.119S.
2 ἡ π. τῆς ἀμεθόδου ὕλης that which is given in the unworked matter, i.e. the subject-matter of literary works, S.E.M.1.249.
German (Pape)
[Seite 799] ητος, ἡ, Bereitheit, Fertigkeit, Sext. Emp. adv. gramm. 249 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προχειρότης: -ητος, ἡ, ἑτοιμότης, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21. 18· μάλιστα ἐν τῇ ἐξετάσει πράγματός τινος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 249.
Russian (Dvoretsky)
προχειρότης: ητος ἡ подготовленность, (искусное) владение (τῆς ὕλης Sext.).