ἑτοιμότης

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμότης Medium diacritics: ἑτοιμότης Low diacritics: ετοιμότης Capitals: ΕΤΟΙΜΟΤΗΣ
Transliteration A: hetoimótēs Transliteration B: hetoimotēs Transliteration C: etoimotis Beta Code: e(toimo/ths

English (LSJ)

ἑτοιμότητος, ἡ,
A readiness, πρὸς τὸ ποιεῖν ὁτιοῦν D.54.36; λόγων ἑτοιμότης = power of speaking offhand, Plu.2.6e, cf. Cam.32: pl., M.Ant.4.12; of things, ἑτοιμότης κτήσεως Phld. Oec.p.46 J.; aptitude, Ph.1.392.
II predisposition, Plot.6.1.8; in Medic. sense, Gal.7.291.

German (Pape)

[Seite 1053] ητος, ἡ, das Bereitein, Fertigsein, Bereitheit, λόγων, Gewandtheit im Sprechen aus dem Stegereif, Plut. educ. lib. 9. – Bereitwilligkeit, πρὸς τὸ ποιεῖν, Dem. 54, 36; neben βούλησις, Plut. Camill. 32, Geneigtheit, Neigung; auch im plur., M. Ant. 4, 12.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 action d'être prêt : λόγων PLUT facilité de parole;
2 inclination, disposition à : πρός τι, à faire qch.
Étymologie: ἕτοιμος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτοιμότης: ητος ἡ
1 состояние готовности, готовность (πρός τι Dem., Plut.): τῶν λόγων ἑτοιμότης Plut. легкость (бойкость) речи;
2 расположенность, охота, склонность, Plut.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑτοιμότης) έτοιμος
1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτιετοιμότητα πολέμου»)
2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία του πνεύματος («έχει ετοιμότητα στις απαντήσεις του»)
αρχ.-μσν.
(για λόγο) προχειρότητα («ἀποδοκιμάζει τῶν λόγων τὴν ἑτοιμότητα», Πλούτ.)
αρχ.
1. κλίση, προδιάθεση, τάση, ροπή («δύο ταύτας ἑτοιμότητας ἔχειν ἀεὶ δεῖ
τὴν μέν, πρὸς τὸ πρᾱξαι μόνον..., τὴν δέ, πρὸς τὸ μεταθέσθαι», Πλούτ.)
2. (για πράγματα) επιθυμίαἑτοιμότης κτήσεως»).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἑτοιμότης πρὸς τὸ ποιεῖν τι Δημ. 1268. 7· λόγων ἑτ., ἱκανότης εἰς τὸ ὁμιλεῖν ἐκ τοῦ προχείρου, Πλούτ. 2. 6Ε. 2) προθυμία, κλίσις, διάθεσις, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 32· ἐν τῷ πληθ., Μ. Ἀντων. 4. 12.

Greek Monotonic

ἑτοιμότης: -ητος, ἡ, κατάσταση ετοιμότητας, προετοιμασία, προπαρασκευή, ετοιμότητα, προθυμία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἑτοιμότης, ητος, [from ἑτοῖμος
a state of preparation, readiness, Plut.

English (Woodhouse)

being ready

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

readiness

Armenian: պատրաստակամություն, պատրաստություն; Belarusian: гатоўнасць, гатоўнасьць, гатовасць, гатовасьць; Bulgarian: готовност; Czech: připravenost; Esperanto: preteco; Estonian: valmidus; Finnish: valmius; French: préparation; German: Bereitschaft; Gothic: 𐌼𐌿𐌽𐍃, 𐌼𐌰𐌽𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: ετοιμότητα; Ancient Greek: ἑτοιμότης; Hebrew: מוּכָנוּת; Hungarian: készenlét, készültség; Irish: innealtacht, éascaíocht, oirchill; Latin: promptus; Manx: appeeys, arryltid, arryltys, appeeid; Norwegian Bokmål: beredskap; Nynorsk: beredskap; Polish: gotowość; Portuguese: prontidão; Russian: готовность; Slovak: pripravenosť; Spanish: preparación; Swedish: beredskap; Ukrainian: готовність, готовість