προόδων

English (LSJ)

v. προόδους.

Greek Monolingual

-όντος, ὁ, ἡ, ΜΑ
ο προόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -όδων (< ὀδών, βλ. λ. ὀδούς), πρβλ. ανόδων].