προὐννέπω

English (LSJ)

v. προεννέπω.

German (Pape)

[Seite 794] = προεννέπω.

French (Bailly abrégé)

contr. de προεννέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προὐννέπω zie προεννέπω.

Russian (Dvoretsky)

προὐννέπω: стяж. = προεννέπω.

Greek Monotonic

προὐννέπω: βλ. προ-εννέπω.

Greek (Liddell-Scott)

προὐννέπω: ἴδε ἐν λ. προενν-.

Middle Liddell

only in pres. and imperf.]
to proclaim, announce, Aesch., Eur.; πρ. τινὶ ὅτι . . Aesch.: c. inf., πρ. τινὰ χαίρειν I publicly bid him hail, Soph., Eur.