announce
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀγγέλλω, ἀγγέλλειν, ἀπαγγέλλω, ἀπαγγέλλειν, ἐξαγγέλλω, ἐξαγγέλλειν, διαγγέλλειν, ἐκφέρω, ἐκφέρειν.
announce to some one within: P. and V. εἰσαγγέλλω, εἰσαγγέλλειν.
proclaim: P. and V. κηρύσσω, κηρύσσειν, ἀνακηρύσσω, ἀνακηρύσσειν, προκηρύσσειν, προειπεῖν, ἀνειπεῖν, Ar. and P. ἀναγορεύειν, V. ἐκκηρύσσειν; see proclaim.
declare: P. and V. σημαίνειν, προσημαίνειν, V. προεννέπειν, γεγωνεῖν, γεγωνίσκειν, προφωνεῖν, ἐκβάζειν, Ar. and V. θροεῖν.
announce beforehand: P. προαγγέλλω, προαγγέλλειν, προεξαγγέλλειν.
who will announee our arrival? V. τίς… φράσειεν ἂν ἡμῶν… παρουσίαν; (Sophocles, Electra 1103).
announcing evil tidings, adj.: V. κακάγγελος.
announcing good tidings, adj.: V. εὐάγγελος.