προὐξερευνάω

English (LSJ)

contr. for προεξερευνάω.

German (Pape)

[Seite 794] d. i. προεξερ., vorher ausspüren, Eur. Phoen. 92, στίβον.

French (Bailly abrégé)

contr. p. προεξερευνάω.