προεξερευνάω
From LSJ
English (LSJ)
contr. προὐξερευνάω, investigate before, E.Ph.92; τὰ ὑψηλὰ τῶν χωρίων Aen. Tact.15.5.
German (Pape)
[Seite 721] vorher ausforschen, Eur. Phoen. 92.
French (Bailly abrégé)
προεξερευνῶ :
rechercher ou découvrir auparavant.
Étymologie: πρό, ἐξερευνάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εξερευνάω tevoren onderzoeken:. ὡς ἂν προυξερευνήσω στίβον opdat ik tevoren de weg verken Eur. Phoen. 92.
Russian (Dvoretsky)
προεξερευνάω: стяж. προὐξερευνάω предварительно обследовать, ранее осмотреть (στίβον Eur.).
Greek Monotonic
προεξερευνάω: συνηρ. προὐξ-, μέλ. -ήσω, ερευνώ από πριν, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
προεξερευνάω: συνῃρ. προὐξ-, ἐξερευνῶ πρότερον, Εὐρ. Φοίν. 92.
Middle Liddell
contr. προὐξ- fut. ήσω
to investigate before, Eur.