προὐργιαίτερος

English (Woodhouse)

(see also: προὔργου) more important

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Cp. irrég. de προὔργου;
plus avantageux, plus utile, meilleur : τινι pour qqn ; προὐργιαίτερον τὸ ἑαυτῶν ποιεῖσθαι THC songer à leur propre intérêt.
Étymologie: προὔργου.

German (Pape)

[Seite 795] s. προὔργου.

Russian (Dvoretsky)

προὐργιαίτερος: compar. к προὔργου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προὐργιαίτερος -α -ον comp. bij προὔργου.