προὐργιαίτερος
English (Woodhouse)
(see also: προὔργου) more important
French (Bailly abrégé)
α, ον :
Cp. irrég. de προὔργου;
plus avantageux, plus utile, meilleur : τινι pour qqn ; προὐργιαίτερον τὸ ἑαυτῶν ποιεῖσθαι THC songer à leur propre intérêt.
Étymologie: προὔργου.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
προὐργιαίτερος: compar. к προὔργου.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προὐργιαίτερος -α -ον comp. bij προὔργου.