προὔργου

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προὔργου Medium diacritics: προὔργου Low diacritics: προύργου Capitals: ΠΡΟΥΡΓΟΥ
Transliteration A: proúrgou Transliteration B: prourgou Transliteration C: proyrgou Beta Code: prou)/rgou

English (LSJ)

contr. for πρὸ ἔργου (as it is written in Arist.Rh.1354b27, PA674b2, Arr.Fr.163J.),
A serving for a work or serving towards a work, serviceable, τι τῶν προὔργου something useful, Th.4.17, Ar.Pl.623; οὐδὲν προὔργου [ἐστί] it's no good, And.2.21; τῶν προὔργου τι δρᾶν Ar.Ec.784; φαίνεταί μοι προὔργου τι ἂν γενέσθαι Pl.Tht.197a, cf. Isoc.4.19, etc.; ἆρά τι προὔργου ἡμῖν ἐστιν αὐτὸ σκοποῦσι πρὸς τὸ κατιδεῖν; Pl.R. 376c; ἔς τι ib.d; προὔργου τι ποιῆσαι εἴς τι ib.498d; προὔργου τι πεποιηκέναι πρός τι Id.Men.84b, cf. X.HG7.1.10; ὑπόθεσιν προὔργου ἔχειν πρὸς.. Pl.Men.87a: c. gen., τί ὑμῖν προὔργου τῆς ξυνόδου ταύτης ἂν εἴη; Id.Demod.380c; οὐδὲν αὐτοῖς ἦν προὔργου, c. inf., Id.Alc.2.149e, cf. D.5.1: as adverb serviceably, conveniently, προὔργου πεσόντα E.IT309, cf.Hel.1379.
II Comp. προὐργιαίτερος, προὐργιαιτέρα, προὐργιαίτερον, more serviceable, more important, ἕτερα ἦν προὐργιαίτερα αὐταῖς Ar.Lys.20, cf. D.19.228; χάριν προὐργιαιτέραν Din.1.114: mostly in neut., τῷ μὲν οὐδὲν προὐργιαίτερόν ἐστιν ἢ σκοπεῖν Isoc.4.134, cf. PSI4.380.7 (iii B.C.); προὐργιαίτερον ποιεῖσθαί τι = deem of more consequence, Th.3.109, Isoc.6.35 (also Posit. in Comp. sense, οὐδὲν ἔστι μοι προὔργου ἢ.. Hp.Ep.17); οὐδὲν π. ποιεῖσθαι τούτου Plb.2.7.10, etc.; π. τι γενέσθαι Pl.Grg. 458c.—Sup. προὐργιαίτατος, προὐργιαιτάτη, προὐργιαίτατον, Hsch., Suid.; προὐργιέστατος Hsch. s.v. προκαδέστατον: Adv. Sup. προὐργιαίτατα cj. in Hp.Liqu.6; προὐργιαίτατον Paul.Aeg.3.61.

German (Pape)

[Seite 795] zsgzgn statt πρὸ ἔργου, eigtl. für das Werk, was zur Ausführung eines Werkes, zur Erreichung eines Zweckes förderlich, nützlich ist, was wozu hilft; εἰσείδομεν προὔργου πεσόντα, Eur. I. T. 309; Hel. 1395; ποιῶν τι τῶν προὔργου, Ar. Plut. 623; προὔργου τι δρᾶν, Eccl. 784, Thuc. 4, 17; φαίνεται γάρ μοι προὔργου τι ἂν γενέσθαι, Plat. Theaet. 197 a, εἴς τι, Rep. II, 376 d, wie ib. c πρός τι; εἰ δή τι πεποιήκαμεν, προὔργου, Legg. III, 702 b; Men. 84 b u. sonst; ἵνα προὔργου τι γένηται, Isocr. 4, 19, vgl. 5, 13; οὐδὲν τῶν προὔργου περαίνειν, Pol. 5, 19, 5; Sp., wie Plut. u. Luc. Hermot. 79. – Compar. προὐργιαίτερος, förderlicher, nützlicher, wichtiger; ἀλλ' ἕτερα γὰρ ἦν τῶνδε προὐργιαίτερα αὐταῖς, Ar. Lys. 20; τὰ ἑαυτῶν προὐργιαίτερον ἐποιήσαντο, Thuc. 3, 109, sie achteten ihre eigenen Angelegenheiten, ihre Wohlfahrt höher, ὥστε προὐργιαίτερόν τι γενέσθαι ἄλλο πράττειν, Plat. Gorg. 458 c, τῷ δὲ οὐδὲν προὐργιαίτερόν ἐστιν, Isocr. 4, 134, ἕτερά ἐστιν ἑκάστῳ προὐργιαίτερα, Dem. 19, 228; χάρις προὐργιαιτέρα, Din. 1, 114; Folgde; οὐδὲν προὐργιαίτερον ποιεῖσθαι τούτου, Nichts für besser halten, dies sich besonders angelegen sein lassen, Pol. 2, 7, 10. 4, 66, 2, wie μηδὲν νομίζειν προὐργιαίτερον τούτου, 26, 2, 2. – Phot. führt auch den superl. προὐργιέστατον an.

French (Bailly abrégé)

adv.
à propos, utilement ; τὰ προὔργου, ce qui est à propos ou avantageux ; προὔργου τι δρᾶν ou ποιεῖν, faire qch d'utile;
Cp. irrég. προὐργιαίτερος, α, ον :
Étymologie: contract. p. πρὸ ἔργου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προὔργου [πρὸ ἔργου] comp. προὐργιαίτερος, superl. προὐργιαίτατος, adv., nuttig, doeltreffend:; οὐδὲν προὔργου ἀκοῦσαι ὑμῖν het heeft totaal geen zin voor jullie om dit te horen And. 2.21; met prep..; προὔργου δ’ ἐς ἀλκήν doeltreffend voor de strijd Eur. Hel. 1379; met gen.. τί ὑμῖν προὔργου τῆς συνόδου ταύτης εἴη ἄν; welk voordeel zouden jullie kunnen hebben van die bijeenkomst? [Plat.] Demod. 380c.

Russian (Dvoretsky)

προὔργου: v.l. προέργου adv. [из πρὸ ἔργου] целесообразно, полезно, кстати (π. τι δρᾶν Arph. или ποιεῖν Xen., Plat.): τὶ τῶν π. Thuc. нечто существенное; οὐδὲν π. ἐστί Plat. ни к чему, незачем; π. εἶναι εἴς или πρός τι Plat. быть полезным (важным) для чего-л.; π. ἐς ἀλκὴν σῶμ᾽ ὅπλοις ἠσκήσατο Eur. он правильно поступил, вооружившись на бой; προὐργιαίτερον τὸ ἑαυτῶν ποιεῖσθαι Thuc. думать прежде всего о своей пользе.

Greek Monolingual

και προέργου Α
1. χρήσιμο, ωφέλιμο για την εκτέλεση ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ πάλιν τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν προὔργου ποιεῖν», Αριστοφ.
β. «ἵνα προὔργου τι γένηται», Ισοκρ.)
2. (ως επίρρ.) χρήσιμα, καλά, με πρόσφορο τρόπο («ὡς δ' ἐσείδομεν προὔργου πεσόντα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρὸ ἔργου].

Greek Monotonic

προὔργου: κράση αντί πρὸ ἔργου·
I. χρήσιμο για ένα έργο, επωφελές, ωφέλιμο, σε Αριστοφ.· πρ. ἐστὶν εἴς ή πρός τι, είναι ένα βήμα προς την κατάκτηση ενός στόχου, σε Πλάτ.· οὐδὲν πρ. ἐστί, με απαρ., στον ίδ.· επίσης ως επίρρ., πειστικώς, προσφόρως, καλώς, προὔργου πεσεῖν, σε Ευρ.
II. συγκρ., προὐργιαίτερος, , -ον, ωφελιμότερος, πρ. ποιεῖσθαί τι, θεωρώ κάτι ως σημαντικότερο, σε Θουκ.· πρ. γίγνεται, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

προὔργου: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τοῦ πρὸ ἔργου (ὡς φέρεται ἐν Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 10, καὶ προέργου ἐν τῷ π. Ζ. Μορ. 3. 14. 5)· ― χρήσιμον πρός τι ἔργον, ἐπωφελές, ὠφέλιμον, τι τῶν προὔργου, ὠφέλιμόν τι, Ἀριστοφ. Πλ. 623, Θουκ. 4. 16· οὐδὲν πρ. ὑμῖν ἀκοῦσαι ταῦτα Ἄνδοκ. 22. 20· πρ. τι δρᾶν Ἀριστοφ Ἐκκλ. 784· πρ. τι γίγνεται ἢ ἐστὶ Πλάτ. Θεαίτ. 197Α, Ἰσοκρ. 44D, κτλ.· πρ. ἐστὶν εἲς ἢ πρός τι, εἶναι συντελεστικὸν πρὸς τὸν σκοπόν, Πλάτ. Πολ. 376C, D· πρ. ποιεῖν τι εἲς ἢ πρός τι αὐτόθι 498D, Μένων 84Β, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 10· ― μετὰ γεν., τί ὑμῖν πρ. ξυνόδου ταύτης ἂν εἴη; Πλάτ. Δημόδ. 380C· οὕτως, οὐδὲν πρ. ἐστί, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 2. 149Ε, Δημ. 57. 4· ― ὡσαύτως, ὡς ἐπίρρ. χρησίμως, καλῶς, προσφόρως, προὔργου πεσεῖν Εὐρ. Ι. Τ. 309, πρβλ. Ἠλ. 1379, Πλάτ. Μένων 87Α. ΙΙ. Συγκρ. προὐργιαίτερος, α, ον, χρησιμώτερος, ὠφελιμώτερος, σπουδαιότερος, ἕτερα ἦν προὐργιαίτερα αὐταῖς Ἀριστοφ. Λυσ. 20, πρβλ. Δημ. 412. 7· χάριν προὐργιαιτέραν Δείναρχ. 104. 44· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ οὐδ., τῷ δὲ οὐδὲν προὐργιαίτερόν ἐστιν ἢ σκοπεῖν Ἰσοκρ. 68Β· πρ. ποιεῖσθαί τι, θεωρεῖν τι ὡς σπουδαιότερον, Θουκ. 3. 109, πρβλ. Ἰσοκρ. 122Ε· οὐδὲν πρ. ποιεῖσθαι τούτου Πολύβ. 2. 7. 10, κτλ.· πρ. γίγνεται, Πλάτ. Γοργ. 458C. ― Καθ’ Ἡσύχ. «προυργιαίτερον· προκρινόμενον, προτιμότερον· κρεῖττον, ἀναγκαιότερον, ὠφελιμώτερον», πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ― Ὑπερθ. προὐργιαίτατος, η, ον, «προὐργιαίτατον, ἀναγκαιότατον, προτιμότατον» Σουΐδ., «προὐργιαίτατα, προνοητικώτατα» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ὁ τύπος προὐργιέστατος εἶναι ἀμφίβ.

Middle Liddell

[contr. for πρὸ ἔργου]
I. serving for or towards a work, serviceable, profitable, useful, τι τῶν προὔργου something useful, Ar.; πρ. ἐστὶ εἴς or πρός τι 'tis a step towards gaining one's end, Plat.; οὐδὲν πρ. ἐστί, c. inf., Plat.:—also as adv. conveniently, opportunity, προὔργου πεσεῖν Eur.
II. comp. προὐργιαίτερος, α, ον, more serviceable, πρ. ποιεῖσθαί τι to deem of more consequence, Thuc.; πρ. γίγνεται, Plat.

Translations

usefully

Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente

profitable

Asturian: rentable; Belarusian: карысны, выгадны, даходны, прыбытковы, рэнтабельны; Bulgarian: доходен; Catalan: profitós, rendible; Chinese Mandarin: 可獲利的/可获利的, 有利可圖/有利可图, 有益; Czech: ziskový, výhodný; Danish: rentabel, fortjenstgivende; Dutch: winstgevend; Esperanto: profitodona, profitebla; Estonian: kasumlik; Finnish: tuottava, tuottoisa, kannattava; French: profitable, fructueux, lucratif, rentable; Galician: rendible; Georgian: მომგებიანი; German: gewinnbringend, profitabel, lukrativ, einträglich, rentabel; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃; Greek: επικερδής, κερδοφόρος; Ancient Greek: διάφορος, ἔμφορος, ἐπικερδής, ἐπῳδός, καρπώσιμος, κερδαλέος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὀνήσιμος, ὀνητός, ὀφέλλιμος, πόριμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, συμφέρων, σύμφορος, φόριμος, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Hungarian: nyereséges; Irish: airgeadúil; Italian: redditizio, fruttifero, remunerativo; Japanese: 有益な, 利益になる; Korean: 유익하다, 유리하다; Latin: lucrosus, lucrificus; Macedonian: доходовен, доходен; Maori: whaihua; Norwegian Bokmål: lønnsom; Nynorsk: lønsam, lønnsam; Polish: dochodowy, korzystny; Portuguese: lucrativo; Romanian: profitabil, fructuos, lucrativ; Russian: выгодный, прибыльный, доходный, рентабельный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian: isplativ, unosan; Spanish: rentable, provechoso, lucrativo, ventajoso, remunerativo; Swedish: lönsam, vinstgivande; Turkish: kârlı, kazançlı; Ukrainian: вигідний, дохі́дний, прибутковий, рентабельний